- πνευματίῳ
- πνευμάτιονa little breathneut dat sgπνευμάτιοςportending windmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνευματιώ — άω, ΜΑ [πνευματίας] βρίσκομαι υπό την κατοχή πνεύματος («γυναῑκα πνευματιῶσαν, πνεύματι πονηρῷ συνεχομένην», Τιμόθ.) … Dictionary of Greek